We’ve updated our Terms of Use to reflect our new entity name and address. You can review the changes here.
We’ve updated our Terms of Use. You can review the changes here.

Οι Γ​ε​ί​τ​ο​ν​ε​ς

by Σοφία Ιωάννου | The Holy Goat

/
  • Streaming + Download

    Includes unlimited streaming via the free Bandcamp app, plus high-quality download in MP3, FLAC and more.
    Purchasable with gift card

      €5 EUR  or more

     

  • Book/Magazine

    12x16cm
    42 σελίδες + εξώφυλλο
    Εξώραφο δέσιμο
    Μαλακό εξώφυλλο
    Ασπρόμαυρο τύπωμα
    120γρ ανακυκλωμένο χαρτί

    Το βιβλίο, αποτελεί την έκδοση της ποιητικής συλλογής "Οι Γείτονες" της Σοφίας Ιωάννου ενώ την καλλιτεχνική επιμέλεια έχει αναλάβει η Τζωρτζίνα Χολέβα.
    Περιέχει επίσης 8 πρωτότυπα εικαστικά έργα της Τζωρτζίνας Χολέβα που δημιουργήθηκαν ειδικά για την έκδοση αυτή.
    ships out within 7 days
    Purchasable with gift card

      €10 EUR or more 

     

  • Κασέτα + Βιβλίο Bundle

    Περιλαμβάνουν QR code για download του Digital Album.
    &
    Συλλεκτική έκδοση βιβλίων
    12x16cm
    42 σελίδες + εξώφυλλο
    Εξώραφο δέσιμο
    Μαλακό εξώφυλλο
    Ασπρόμαυρο τύπωμα
    120γρ ανακυκλωμένο χαρτί

    Το βιβλίο, αποτελεί την έκδοση της ποιητικής συλλογής "Οι Γείτονες" της Σοφίας Ιωάννου ενώ την καλλιτεχνική επιμέλεια έχει αναλάβει η Τζωρτζίνα Χολέβα.
    Περιέχει επίσης 8 πρωτότυπα εικαστικά έργα της Τζωρτζίνας Χολέβα που δημιουργήθηκαν ειδικά για την έκδοση αυτή.

    Includes unlimited streaming of Οι Γείτονες via the free Bandcamp app, plus high-quality download in MP3, FLAC and more.

    Sold Out

  • Limitied Edition Cassette
    Cassette + Digital Album

    Συλλεκτικές κασέτες. Περιλαμβάνουν QR code για download του Digital Album.

    Includes unlimited streaming of Οι Γείτονες via the free Bandcamp app, plus high-quality download in MP3, FLAC and more.

    Sold Out

1.
Μένω στην οδό ___ αριθμό__ στον τρίτο όροφο. Οι γείτονες μου κατοικούν την πολυκατοικία. Ο Διαχειριστής Το Κόκκινο Η Γιαγιά Ο από πάνω (o Σάββας) Ο Πρώτος Ο Θεός Η Σιωπή Έχουν παιδιά, βλέπουν ταινίες, τρώνε γλυκά. Η μουσική ακούγεται από μακριά αλλά ποτέ δεν πλησιάζει. Όταν μπήκα στο σπίτι εκλεισα την καρδιά μου στο ψυγείο κι από τότε οι ηλεκτρικές συσκευες μου απαντούν. Μην μου κρατάς την πόρτα να περάσω, μην χορεύεις, μην με κερνάς γλυκά. Κάτσε δίπλα μου -στο διαμέρισμα σου εννοώ- κι άσε με να κοιτώ το ταβάνι με τις ώρες. Ασε με να σε κρυφακούω, ακούω, φαντάζομαι. Άσε με να σε φαντάζομαι. Μόνο αραιά και που όταν μου χτυπάς το κουδούνι γλίστρα μαζί με τα κοινόχρηστα κι εσύ κάτω απ’ τη πόρτα.
2.
Ο Διαχειριστής Μετά τo τόσο κοίτα-κοίτα άνοιξα στο ταβάνι μια τρύπα κι έπεσε από πάνω ο διαχειριστής με το σκυλί και ένα σωρό κοινόχρηστα. Τον κοίταξα γεμάτη απορία κι ασβέστη. “Τα 'βαλα κάτω απ’ την πόρτα, δεν τα πήρατε;” Αυτός σηκώθηκε, τινάχτηκε, ζήτησε συγγνώμησυγγνώμησυγγνώμη πήρε και τον σκυλάκο του κι εγώ του άνοιξα την πόρτα ν’ανέβει πάνω. Την επόμενη μέρα χτύπησε το κουδούνι κι εξαφανίστηκε. Βρήκα στο χαλάκι ένα κουτί μπακλαβαδάκια. Θα του αρέσουν τα μπακλαβαδάκια σκέφτηκα. Ο κυρ Νίκος από τότε σκύβει που και που και μου ρίχνει απ το ταβάνι ένα καλαθάκι με δωράκια. Συροπιαστά, κανένα λεμόνι, DVD απ’ τις εφημερίδες, μια φορά μου έβαλε μέχρι και χαρτιά υγείας. Τραβάει το σχοινάκι χωρίς να κοιτάξει κάτω. Με φροντίζει το χέρι του, όχι αυτός. Όταν ρίχνει ο κυρ Νίκος τα κοινόχρηστα, με φροντίζει το χέρι του, όχι αυτός. Όταν ρίχνει τα κοινόχρηστα βάζει και καμιά καραμελίτσα. Έτσι κυλάει η ζωη μας με τον κυρ Νίκο. Με φροντίζει το χέρι του, όχι αυτός. Το καλαθάκι αιωρείται πάνω απ’ το μετωπο μου, ανηφορίζει τον κατακόρυφο δρόμο προς τα κοτέτσια του Θεού.
3.
Το Κόκκινο Την οικογένεια του πρώτου δεν την έχω συναντήσει ούτε μια φορά στις σκάλες. Βγάζουν τα παπούτσια έξω -μιλάμε για πάνω από είκοσι παπούτσια- κι έχουν ένα καλαθάκι για τις μάσκες. Γύρω απ’ το ματάκι έχουν καρφώσει ένα ξερό στεφάνι. Πάνω απ’ τα παπούτσια κρέμονται πλαστικά φτερά αγγέλου κι ένα φωτοστέφανο ροζ, σαν συννεφάκι. Όλος ο διάδρομος μυρίζει κάλτσες. Ανεβαίνω γρήγορα γρήγορα, πηδάω τα σκαλιά. Μόνο μια φορά έτσι που κατέβαινα απ’ τον τριτο, είδα την πόρτα μισάνοιχτη. Το σαλόνι από μέσα άχνιζε. Έσπρωξα τα παπούτσια με το πόδι και πλησίασα. Ένα πλάσμα με κόκκινη χαίτη και πελώρια γαλάζια μάτια έβαζε το μπουφάν του. Φεύγεις; Επίσκεψη θα ήρθε. Δεν έβγαλε κίχ. Μόνο φόρεσε δύο δεξιά παπούτσια και κατέβηκε τα σκαλιά κοιτώντας με στα μάτια. Είχε το κεφάλι του στην πλάτη. Το Κόκκινο δεν το φοβήθηκα ούτε λεπτό. Που και που του αφήνω μέσα στο στεφάνι πιπεριές φλωρίνης,τραχανά, λίγο τσίπουρο, ένα σπιρτόκουτο γεμάτο ενοχές δεμένο καλά, να τρώει να χορταίνει. Μπορεί μια μέρα να με αφήσει να φορέσω τα ασημένια του φτερά. Το φωτοστέφανο κάνω πως δεν το βλέπω.
4.
Η Γιαγιά Από πού ακούγεται αυτό; Από πού έρχεται αυτό; Από πού ακούγεται αυτό; Από πού είναι; Η γιαγιά! Την συναντώ στην εξώπορτα. Κατεβαίνει με πλαγιαστά βήματα τα σκαλοπάτια. Αργά αργά. Το χέρι της ιπτάμενο πάνω απ΄την κουπαστή της σκάλας. Τα αφράτα μαλλιά της ανεβοκατεβαίνουν κι αυτά. Κάνω ησυχία και περιμένω πίσω της μην την τρομάξω. Κρατάω σακούλες σκουπιδιών. «Α! Κορίτσι μου!» μου λέει. Με κοιτάζει και χαμογελά, τα μάτια της είναι τόσα δα. Τότε γίνεται ησυχία στην είσοδο κι οι τοιχοι κρέμονται απ’ τα χειλη της. Αμέσως οι σακούλες ανοίγουν και γεμίζουν τα σκαλοπάτια σκουπίδια. «Πωπω με συγχωρείτε!» και μαζεύω σαν τρελη, στο γρήγορο. Γύρω μου φλούδες από καρότα, κουτί από μακαρόνια, άδειο ντετόλ, χαρτιά υγείας, σάλτσες, πατημένα κουτάκια μπύρας. Ντρέπομαι που έφαγα, που πλύθηκα, που ήπια, που κατούρησα. Εκείνη στέκεται εκεί, σε ανάταση έτοιμη κάτι να πει. Με μαζεύω όπως όπως και παω ν’ ανοιξω την εξώπορτα. «Συγγνώμησυγγνώμησυγγνώμη περάστε πρώτη.» Αυτό που ντρέπομαι πιο πολύ είναι πως μου κρατάει την πόρτα. «Α! Κορίτσι μου! Καλό σου μεσημέρι και να προσέχεις, πέρνα, πέρνα!» Μόνο κάνει χώρο να περάσω. Το χέρι της ακόμα αιωρείται, διάφανο, από κάτω η κουπαστή χωρίζει την απόσταση ανάμεσα στην λίμνη και τα ιπτάμενα ψάρια.
5.
Ο Σάββας Στον τέταρτο ο Σάββας. Σκέτος. Ακριβώς από πάνω. Αθόρυβος, μόνο οι πόρτες ακούγονται και το σκυλί. Σκυλί; Ποιό σκυλί; Δεν έχω δει κανένα σκυλί. Τον φαντάζομαι καραφλό και ήπιο, ως πάνω μυστικά. Σιωπηλός ο Σάββας ανεβαίνει τις σκάλες. Όταν αφήνω τα κλειδιά στην πόρτα, μου χτυπάει μαλακά. Μια μέρα έκανα μπάνιο, ακούω «τακ τακ». Ωχ -λέω- ξέχασα τα κλειδιά μου. Βγαίνω όλη νερά και πετσέτα. Ο Σάββας είχε γίνει κομπρεσέρ και τρύπαγε την πόρτα. Του λέω «Σάββα-αν σε λένε Σάββα- Τι κάνεις; Να σε βοηθήσω.» Και πιάνω το δικό μου τρυπάνι. Είμαστε γεμάτοι ασβέστες και η πολυκατοικία γύρω μας γελάει, αφρίζει. Πέφτω πίσω άυλη και σκονισμένη. Μέσα μου ξεδιπλώνεται το ανθρωπάκι που ανοίγει τα κρασιά. «Σάββα.» Δεν το λέω απ έξω μου. «Σάββα.» Το σκυλί θέλει να πάει βόλτα. Ο Σάββας παίρνει την καράφλα του, ενήλικας, δεν τινάζεται μόνο σηκώνεται. Κατεβαίνει τις σκάλες όπως ξέρει. Κλακ, το σκυλί με το λουρί του. To σπίτι μου δεν έχει παντζούρια, μόνο τα χέρια της αγάπης μου να ενεργοποιούν τον συναγερμό. Γελάει. Τα χέρια της αγάπης μου κάνουν αστεία. Ποδοπατούν το ναρκοπέδιο ανάμεσα στο λάστιχο. Τσαφ τσουφ. Γελοίο. Τσαφ τσουφ. Η αγάπη μου γελάει, πατάει το τραίνο με τα πόδια της. Ό,τι σου πω θα γίνει αέρας και θα πέσει για ύπνο. Κοιτάω με όλη μου τη δύναμη την πόρτα που ελπίζω να κρύβει πίσω εσένα μόνο που αυτή δεν πέφτει όπως έπεσε το ταβάνι. Οι ηλεκτρικές συσκευές με προλαβαίνουν. Είσαι η μνήμη που δεν μου ανήκει, μια βουβή ταινία που κρατάει δευτερόλεπτα, έρχεσαι όταν δεν κοιτάω και φεύγεις πριν ξεκλειδώσω. «Αχ!» λέω «Αχ!» η φωνή μου λέει «Αχ!» Όποτε έρχεται πίσω κλαίω.
6.
Ο Πρώτος Ολόκληρος ο πρώτος γουργουρίζει. Έχει μείνει λίγη πόρτα στους μεντεσέδες, φαγωμένη κι αυτή από το άνοιξε κλείσε. Δεν έχω κοιτάξει μέσα. Μπαίνουν όταν δεν κοιτάω και δεν βγαίνουν ποτέ. Απ’ τις οπές βλέπω τις σκιές τους να χορεύουνε. Φοράνε όλοι κοστούμια κι έχουν γυαλισμένα μανικετόκουμπα. Κάνουν πάρτυ. Αυτό το διαμέρισμα είναι πάρα πολύ μεγάλο, είναι τεράστιο, πώς να στο πω, φτάνει μέχρι την απέναντι πολυκατοικία. Είναι σαν μια τεράστια πίστα. Τους ακούω, τους ακούω να γλιστράνε, να κάνουνε χορευτικές κινήσεις, να παίζουν παιχνίδια, να σκίζουν τα γόνατα τους ενώ γλιστράνε και μετά γελάνε, αλαλάζουν. Τα φώτα; Καλά τα φώτα είναι ροζ, είναι λευκά, είναι πράσινα, είναι μπλε κι έτσι, γλείφουν τον βρώμικο διάδρομο. Εκεί κάθομαι εγώ, συνέχεια. Και προσπαθώ ρε συ, προσπαθώ να ακούσω τι λένε, προσπαθώ να δω, έχω κολλήσει το αυτί μου στην πόρτα, βλέπω, προσπαθώ να δω, με το μάτι μου στο ματάκι οι βλεφαρίδες μου γίνονται σαν κουρτίνες. Όταν ξημερώνει κάνουν όλοι ησυχία, δεν ακούγεται κιχ. Η πόρτα αρχίζει να τρίζει. Εγώ, έτσι, χλαπάτσα στην πόρτα, ακίνητη, τίποτα, καταϊδρωμένη. Το τράνταγμα φεύγει απ’ την πίστα και μπαίνει στο στήθος μου. Για να μην πεθάνω γίνομαι έφηβη, γίνομαι γριά. Δεν γνώρισα κανέναν τους. Μόνο τους ακούω. Ξέρω για την δουλειά, την Τάδε, τον Τάδε, αυτός πηδήχτηκε με την άλλη, αλλά η άλλη γουστάρει μιαν άλλη κι αυτός πίνει ρούμι κόλα αυτή πίνει Paddy δύο παγάκια-καλά το ήξερες ότι ο Rory Gallagher πέθανε απ το πολύ Paddy; Το τράνταγμα δεν λέει να φύγει. Έχει περάσει μια μέρα, μια βδομάδα, πόσος καιρός έχει περάσει; Ένας μήνας; Χρόνος. Χροοοοοονοοοοοοος. Κάνω μισή ώρα να βάλω το μπουφάν μου. Παλτό είναι. Αυτό δεν έχει επιμύθιο. Τα δόντια μου τρίζουν, το χέρι μου πέφτει και ξαναμπαίνει στην θέση του.
7.
Ο Θεός 01:32
Ο Θεός Είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι ανάμεσα στα λευκά δάση και στα κόκκινα χέρια του ύπνου. Βαθαίνω στο μαξιλάρι και τίποτα τίποτα δεν χάνεται. Κρατάω τα σκεπάσματα λες κι είναι χέρια. Ξυπνάω και τεντώνομαι με τις ώρες. Ο τοίχος εξατμίζεται λέξεις: «θα γίνω διαστημόπλοιο θα γίνω ερπετό, η αγάπη είναι μυστικό.» Τρώω πρωινό-νόστιμο είναι. Κάνω παρέα στον υπολογιστή. Όσο πιο ήσυχη κάτσω τόσο λιγότερο με παίρνει χαμπάρι ο Θεός. Μ’ αγαπάει τόσο που ξεχνάει. Θεέ! Θα φύγουμε παρέα. Ούτε μια νάρκη. Κλέβεις μέρες! Θα γίνω διαστημόπλοιο, θα γίνω ερπετό. Ζεστά είναι εδώ. Που είναι ο Θεός; Δεν τον βλέπω πουθενά. Κρύφτηκες Θεε; Ντράπηκες να δεις το βρακί μου; Να το. Ντράπηκες να φας το φαΐ μου; Να κι ένα πιάτο. Νόμιζες κορόιδευα και δεν θα ‘ρχόμουν; Να μαι, ήρθα! Έχεις αυτιά; Φρύδια; Σιωπή τώρα.
8.
Η Σιωπή «Αχ!» λέω «α!» η φωνή μου γύρισε! «Αχ!» Η φωνή μου κλείστηκε στο δίπλα διαμέρισμα και δεν ανοίγει. «Τι να κάνω; Τι να κάνω;» την ρωτάω. «Τι να κάνω;» Mήνες τώρα ζούμε δίπλα δίπλα. Με ακούει να ξεκλειδώνω, να μαγειρεύω, να πλένω τα πιάτα. Την ενοχλώ για πλάκα. Μιλάω δυνατά για να ακούει λεπτομερώς τις συζητήσεις μου. Ακούει λεπτομερώς τις αγάπες μου. Η βουβαμάρα της με σκεπάζει, με λιώνει. Πότε κάνει τα ψώνια της; Δεν ακούει μουσική; Όσο μεγαλώνω μεγαλώνει κι εκείνη. Ο τρίτος όροφος ίσα που μας χωράει. Όποτε έρχεται πίσω κλαίω. Περνάμε παρέα την Σκύλα και την Χάρυβδη. Δεν ανησυχώ για μένα. Ούτε για την φωνή. Είναι που θα μείνουν τα πατώματα χωρίς τίποτα. Και η ηλεκτρική μου εκκένωση στο περίγραμμα σου να σπρώχνει την πόρτα. Τόσο σε φαντάστηκα που την έσπρωξες την πόρτα. Έλα Έλα. Τώρα. Τώρα. Έλα. Τώρα. Έλα. Κάτι κρύφτηκε-μας ξέφυγε-κάτι χώθηκε μέσα στο μάτι μας και δεν κοιμόμαστε, κάτι μας κάρφωσε ανάμεσα στα μάτια έναν επίδεσμο να μας γιατρέψει, κάτι που είναι εμείς μας ροκανίζει τα αυτιά και μας απομακρύνει, κάτι μας έκανε ευτυχώς μπουρμπουλήθρες, κάτι μας ξέχασε, κάτι μας ήπιε. Κάτι έσπασε, ο έλεγχος χάθηκε, κάτι έσπασε και δεν το πήραμε πίσω ποτέ, παραπλανηθήκαμε τόσο που τα καταφέραμε, ο ουρανός τίποτα δεν θυμίζει από ουρανό, οι ήχοι δεν είναι ήχοι αλλά σπασμένος αέρας, ένα θεόρατο κρακ που ραγίζει όλο και περισσότερο την ατμόσφαιρα σαν να ‘ταν η άνυδρη έρημος, τη ραγίζει στα δυο στα τέσσερα στα οχτώ οι αισθήσεις μου έχουν ανακατευτεί ακούω με το στομάχι αγγίζω με τα αυτιά, γεύομαι με τα μάτια, προτιμώ να μη βλέπω να μη βλέπω αλλά να θυμάμαι τις γάμπες σου λασπωμένες έτοιμες να βυθιστούν στο ποτάμι, αυτό το πράγμα που λέμε ζωή δεν είναι τίποτε άλλο παρά η λάσπη στις γάμπες σου, η φωνή μου που επιστρέφει απ το διπλανό διαμέρισμα κι όλο λέει : «Κράτα μου το χέρι. Απλώς κράτα μου το χέρι»

about

Ένα κορίτσι χαρτογραφεί την ανατομία της πολυκατοικίας της.
Όσο παρατηρεί τους γείτονες της τόσο αρχίζουν να της μοιάζουν.
Μια μακρινή γιορτή ακούγεται, να πλησιάζει.
Είσαι κι εσύ εκεί,
σε περιμένω να να πιούμε ζεστό κρασί
δίπλα δίπλα στη σιωπή.
H πολυκατοικία όλα αυτά, τα γνώριζε.

credits

released March 11, 2023

συγγραφή / αφήγηση: Σοφία Ιωάννου
πρωτότυπη μουσική, παραγωγή: The Holy Goat aka Σταύρος Ρουμελιώτης
καλλιτεχνική επιμέλεια / πρωτότυπα εικαστικά έργα: Τζωρτζίνα Χολέβα

license

all rights reserved

tags

about

Σοφία Ιωάννου | The Holy Goat Athens, Greece

Οι Γείτονες είναι η μπάντα της Σοφίας Ιωάννου και του Σταύρου Ρουμελιώτη.

contact / help

Contact Σοφία Ιωάννου | The Holy Goat

Streaming and
Download help

Report this album or account

If you like Σοφία Ιωάννου | The Holy Goat, you may also like: